- πλήρωση
- η / πλήρωσις, -ώσεως και ιων. τ. -ιος, ΝΑ [πληρώ]το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμανεοελλ.1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων τού συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων»)2. φρ. «γλωσσική πλήρωση»(γλωσα) (κατά τη γενετική-μετασχηματιστική θεωρία) η «ενέργεια», η πραγμάτωση από πλευράς τού ομιλούντος υποκειμένου τής ενυπάρχουσας σε αυτό γλωσσικής ικανότητας, δηλαδή τής ασυνείδητης γνώσης τού αφηρημένου συστήματος κανόνων που διέπουν τη μητρική του γλώσσα, η έμπρακτη χρησιμοποίηση τής γλώσσας και κατά συνέπεια η παραγωγή και κατανόηση προτάσεων στα πλαίσια πραγματικών συνθηκών επικοινωνίας, που απέχει πάρα πολύ από το ιδεατό εκείνο πρότυπο γλώσσας το οποίο υπάρχει μέσα του, αφού οι «δυνάμει» δυνατότητες τού εσωτερικού του γραμματικού μηχανισμού περιορίζονται ή και αναστέλλονται στην πράξη από διάφορους παράγοντεςαρχ.1. κορεσμός, χορτασμός2. (σχετικά με πλοίο) εφοδιασμός με πλήρωμα, με ναύτες («πλήρωσις τῆς νεώς»)3. (σχετικά με δικαστήριο) συμπλήρωση προσωπικού («κληρώσεις δικαστηρίων καὶ πληρώσεις», Πλάτ.)4. πλήρης ικανοποίηση τών αισθήσεων ή τών ψυχικών διαθέσεων5. συμπλήρωση αριθμού6. συμπλήρωση εγγράφου7. εκκλ. η πληρότητα τού Λόγου και τού Θεού8. εκπλήρωση α) τού θεϊκού νόμουβ) μιας ελπίδας ή μιας προσδοκίας9. μτφ. πλήρης εξόφληση χρέους10. (σχετικά με τη σελήνη) γέμισμα11. (σχετικά με γυναίκα) εγκυμοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.